Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Η ΚΟΤΑ


Κάποτε ήμουν ερωτευμένη με μια κότα.
Ήταν όμορφη κότα, στρουμπουλή,
με πολύχρωμα υγιή φτερά
κι ένα ράμφος δυνατό, σαν σφυράκι.

Μου άρεσε να την χαζεύω με τις ώρες,

έτρεχε συνέχεια πέρα δώθε
με τα χαριτωμένα ποδαράκια της.
Έτρεχε γρήγορα αυτή η κότα
κάπως παράξενα κι αστεία, μα αποτελεσματικά.

Και κακάριζε. Δεν κουραζόμουν ποτέ

να την ακούω να κακαρίζει. Αλλά κι εκείνη
δεν βαριόταν ποτέ να κακαρίζει,
κακάριζε για πράγματα ενδιαφέροντα και μελαγχολικά.
Θαύμαζα τόσο τα κακαρίσματά της, που ήθελα
να τα ηχογραφήσω. Να μάθει όλος ο κόσμος, πόσο
ωραία κακάριζε η κότα μου.

Και πώς έλιωνα όταν με κοιτούσε με το ένα μάτι της!


Το μόνο πρόβλημα ήταν, πως δεν ήξερα ότι επρόκειτο για κότα.

Έπασχα τότε, θυμάμαι, από μια σπάνια αρρώστια
επιλεκτικής οράσεως, μπορούσα να αναγνωρίσω όλα τα ζώα,
εκτός από τις κότες. Ίσως εκείνη να ήταν μια αρρώστια, που κουβαλούσα
στο DNA μου, ίσως πάλι να την κόλλησα σαν γρίπη,
απ΄τον κύκλο των γραφιάδων.

Μια μέρα λοιπόν, δεν άντεξα.

Είπα στον εαυτό μου: 'Την κότα αυτή, εγώ την θέλω'.
Παραφύλαξα σε μια γωνιά στο κοτέτσι, και μόλις την
πέτυχα σε στιγμή χαλάρωσης, την άρπαξα με τα δυο χέρια μου
και την έβαλα στην αγκαλιά μου.

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ένα μεγάλο κάτασπρο αυγό

εμφανίστηκε στην χούφτα μου.

Ας είναι, σκέφτηκα, γύρισα σπίτι κι έφτιαξα ομελέτα.

Την αντιβίωση άλλωστε, όπως και την ερωτική απογοήτευση,
λένε ότι είναι καλύτερο να την παίρνει κανείς
με γεμάτο το στομάχι.

Την κότα της ιστορίας μας, έχω να την δω από τότε.

Φίλοι μου μετέφεραν, ότι εθεάθη να πίνει κρασιά και να αγορεύει
σε φιλολογικά βραδινά της Αθήνας.

Κι ούτε λόγος για τ΄αυγό.


Floria Gonzalez photography