όπερ και έπραξα, 3 και κάτι τα ξημερώματα, στο 78Ν (όπου Ν νυχτερινό, νύξη, κατάνυξη, κρασοκατάνυξη, η ανάσα των φοιτητών επιβατών βρωμάει νερωμένο κρασί, στριφτό και όνειρα). Ίδια ώρα, τέτοια εποχή, 1 χρόνο πριν, περίμενα πάλι αυτό το αστικό για να επιστρέψω σπίτι μετά τη δουλειά, το 'σπίτι' μιας ηλικιωμένης άστεγης είχε γίνει η είσοδος της πολυκατοικίας ακριβώς πίσω απ' την στάση, την κοιτούσα θυμάμαι μέχρι να έρθει το λεωφορείο, αλλά αυτή είχε πάντα χαμηλωμένο το βλέμμα, και μου έκανε εντύπωση που δεν μπορούσα να νιώσω θλίψη, τώρα καταλαβαίνω ότι είναι αδύνατον να νιώσεις οτιδήποτε όταν μια εικόνα εξαιρετικά προφανής σου υπαγορεύει τόσο δυνατά (εκβιαστικά) τι πρέπει να νιώσεις, χειρότερα και από αντιδραστική έφηβη κάνω, σκεφτόμουν. Ούτε σήμερα όμως μπόρεσα να νιώσω θλίψη για την κοπέλα που έπαθε κρίση στο κάθισμα της στάσης, 'δεν είναι επιληψία, νεαρέ, πρέζα είναι', καλέσαμε ασθενοφόρο, μετρούσα από μέσα μου σαν υπνωτισμένη τους σπασμούς 1, 2, 3, 4, 5, 6 και σηκώθηκε μετά βίας να μπει στο λεωφορείο αλλά έπεσε ξανά στο ίδιο σημείο, κάποιος έπρεπε τελικά να αντικαταστήσει την ηλικιωμένη άστεγη που εξαφανίστηκε απ΄την είσοδο της πολυκατοικίας σκέφτηκα, η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων πρέπει να διατηρηθεί, η τρέλα γκόμενα της παρακμής δεν δύναται να εκλείψει, όλα είναι θέμα ισορροπιών βλέπετε κύριοι, γιατί αν μια πεταλούδα (τολμήσει) και πετάξει εδώ, μπορεί να δημιουργηθεί τυφώνας στην Αυστραλία - θεωρία του χάους ή μήπως της ελληνικής πραγματικότητας;-
αν στεγνώσει η δυστυχία κινδυνεύει να γίνει καλύτερος αυτός ο κόσμος.
Αυτή τη νύχτα όμως, δεν με νοιάζει ούτε η κρίση, ούτε η φτώχεια, ούτε τα ναρκωτικά, ούτε οι απεργίες (αρκεί να έρθεις), ούτε οι αριθμοί (εκτός από έναν).
504. θα τα μετράω ανάποδα μέχρι να φτάσεις και με τον πρώτο ήλιο για φωτιά, θα σου ανάψω γλυκό τσιγάρο.
νάιτγουόκ