Πίσω θαμμένος βαθιά
κάτω απ' τις κερασιές του κήπου
ανάμεσα στις ρίζες τους μπλεγμένα τα μαλλιά του
και μπηγμένα τα νύχια του στο μαλακό χώμα που τις γεννά
τα νιώθει να μακραίνουν και τον δένουν ισχυρότερα με της γης το βαθύ σκοτάδι
εκεί περνάνε γρήγορα οι μέρες
χωρίς να είναι σίγουρος αν ζει
ή αν από καιρό έχει πεθάνει
γιατί μαλλιά και νύχια συνεχίζουν να μεγαλώνουν και μετά τον θάνατό μας
μπορεί και αναπνέει όμως
μ' ένα καλαμάκι
που ενώνει αιώνιο και εφήμερο
θάνατο και ζωή
το καλαμάκι απ' τον καφέ της
που άφησε πριν προλάβει να τελειώσει
εκείνο το απόγευμα
που αποφάσισε να φύγει
το καλαμάκι απ' τον καφέ της
ο μόνος τρόπος που του απέμεινε
να ακουμπάει τα χείλη του επάνω στα δικά της.
κάτω απ' τις κερασιές του κήπου
ανάμεσα στις ρίζες τους μπλεγμένα τα μαλλιά του
και μπηγμένα τα νύχια του στο μαλακό χώμα που τις γεννά
τα νιώθει να μακραίνουν και τον δένουν ισχυρότερα με της γης το βαθύ σκοτάδι
εκεί περνάνε γρήγορα οι μέρες
χωρίς να είναι σίγουρος αν ζει
ή αν από καιρό έχει πεθάνει
γιατί μαλλιά και νύχια συνεχίζουν να μεγαλώνουν και μετά τον θάνατό μας
μπορεί και αναπνέει όμως
μ' ένα καλαμάκι
που ενώνει αιώνιο και εφήμερο
θάνατο και ζωή
το καλαμάκι απ' τον καφέ της
που άφησε πριν προλάβει να τελειώσει
εκείνο το απόγευμα
που αποφάσισε να φύγει
το καλαμάκι απ' τον καφέ της
ο μόνος τρόπος που του απέμεινε
να ακουμπάει τα χείλη του επάνω στα δικά της.