Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

κουβέρτα

...Το μόνο που ήθελα να πω, είναι πως εγώ το μπάρμπα-Σπένσερ τον σκεφτόμουνα πάρα πολύ, κι άμα τον σκεφτόσουνα πάρα μα πάρα πολύ, άρχιζες μέχρι και να λες πως τι σκατά την ήθελε τέτοια ζωή. Λέω, ας πούμε, που ήτανε μια καμπούρα ολόκληρος, και το κορμί του είχε μια πάρα πολύ τρομερή στάση, και στην τάξη, άμα έβγαινε στον πίνακα και του 'πεφτε η κιμωλία, όλο και κάποιο παιδί από την μπροστινή σειρά έπρεπε να σηκώνεται και να του τη μαζεύει και να του τη δίνει. Που αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι μια φρίκη. Όμως, αν τον σκεφτόσουνα όσο πρέπει, κι όχι πάρα μα πάρα πολύ, στο τέλος το 'παιρνες απόφαση: δεν τα κατάφερνε και τόσο άσκημα για τέτοιος που ήτανε. Για να καταλάβετε, μια Κυριακή που είχαμε πάει από το σπίτι του με κάτι άλλα παιδιά και ήπιαμε και σοκολάτες, μας έδειξε εκειπέρα μια ναβάχικη παλιοκουβέρτα, εντελώς ξεπατωμένη, που την είχανε πετύχει μαζί με την κυρία Σπένσερ στο Γιέλουστοουν, στον εθνικό δρυμό, και ψήσανε τον Ινδιάνο να τους την πουλήσει. Το 'βλεπες με τη μία, ο μπαρμπα-Σπένσερ την είχε καταβρεί που την αγόρασε. Και δηλαδή, αυτό ήθελα να πω. Είναι, ας πούμε, κάτι πάνγεροι σαν τον μπαρμπα-Σπένσερ, και την καταβρίσκουνε που αγοράσανε μια κουβέρτα.


Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης, J.D. Salinger
μτφ. Τζένη Μαστοράκη