Έντεκα το πρωί βγαίνουμε μαζί από τον φούρνο
Κι εγώ προσπαθώ να
κοιτάξω τις γυναίκες στα
μάτια
Κάτω απ΄ τις μαύρες γάτες που ξαπλώνουν στα κεφάλια τους
Και φοβάμαι, φωνάζω
Τα δικά μου μάτια είναι ελεύθερα
Ως πότε;
Κοίτα τες
Τα πρωινά μας, όπερα της πεντάρας
ουρλιάζει ο ανάπηρος στην απέναντι πολυκατοικία
Τρώει μια τυρόπιτα, κάθεται στην είσοδο κι αρχίζει να
ωρύεται
Κι εγώ σκέφτομαι
Πώς αν μ’ άφηνες
Θα ούρλιαζα κάθε μέρα
Για όλα αυτά και όλα εκείνα
Κοίτα τον
Τα παιδιά στο απέναντι μπαλκόνι
Παίζουν ανάμεσα σ’ απλωμένα ρούχα και χαλιά
Δεν κρυώνουν ποτέ, αν και γυμνά
Κοίταξέ τα
Κι εγώ τραβάω τις κουρτίνες να μην φαίνομαι
Αλλά οι κουρτίνες μου είναι καθρέφτες
Και παραμορφώνουν το είδωλό μου
Στο ισόγειο ζούνε δέκα ‘έγχρωμοι’ σ’ ένα δωμάτιο
Γιατί δεν τους λένε σκυλάραπες να τελειώνουν;
Αφού έτσι νιώθουν
Κοίτα τους
Κι εγώ μια λευκή με πράσινα μάτια
Περνιέμαι γι’ ανώτερη
Αλλά πάντα κοιτάζω πάνω απ’ τον ώμο μου
όταν γυρίζω σπίτι αργά το βράδυ
Σ’ αυτή την γειτονιά είμαι απλά ένα ακόμη χρώμα
Κοίτα με
πόσο μίζερα βλέπω υπεροπτικά τους ξένους
Πώς κλείνω την μύτη μου όταν περνάω δίπλα τους
Πώς απαξιώνω το φαγητό τους
Το ντύσιμό τους
Τον χαιρετισμό τους
Πώς σχολιάζω για το μεταναστευτικό σε συζητήσεις κι
επιστολές
Πώς ζητάω να παρθούν μέτρα, να γίνουν απελάσεις, να καούν οι
βάσεις, να χωριστούν σε τάξεις, να ψηφιστούν διατάξεις, να βγούνε μπροστά οι
παρατάξεις, να, να, να…
Κοίτα με
Πώς νιώθω βασίλισσα
Πώς τους κατηγορώ ότι μου κλέβουν τα λεφτά, την δουλειά, το
οξυγόνο
Πώς δηλώνω ότι είναι άρρωστοι
Πιο άρρωστοι από εμένα
Ενώ εγώ είμαι η άρρωστη. Είμαι βαθιά άρρωστη
Ένα μαύρο κοράκι έχει τρυπώσει και τρώει αργά τα σωθικά μου
Άκου
Πώς λέω ότι: ‘Αυτό εδώ,
είναι το σπίτι μου’
Είναι το δικό μου σπίτι
Δικό μου
Ενώ δικό μου, δεν είναι πια ούτε τ’ όνομά μου
Κοίτα με ρε
Πώς έχω καταντήσει
Και τα παιδιά απέναντι συνεχίζουν να κρέμονται μαζί με ρούχα από τεντωμένα σύρματα
Κι εγώ συνεχίζω να μετράω κουμπιά και να πληρώνω με δέρμα
Και να ανασαίνω μόνη, δίπλα σου
Και να περπατάω ώρες ατελείωτες στο κέντρο της Αθήνας
Και να θυμώνω και να βρίζω
Γιατί δεν μπορώ να χτυπήσω το κεφάλι μου σε τοίχους γεμάτους
γκράφιτι και αίμα
Και μ’ αρέσει κρυφά το τζίντζερ που βρίσκω σ’ όλα τα
πακιστανικά μαγαζάκια
Να το αγοράζω και να κάνω παζάρια
Γιατί μ’ αρέσει πολύ το τζίντζερ ρε γαμώτο
Στο ρύζι, στο τσάι, στις σαλάτες, ωμό
Στα χείλη σου
Κοίτα με.
Φίλα με.
Σήμερα δεν χρειάζομαι τα αθλητικά μου
Δεν θα ξαναπερπατήσω
Κι ας διασχίζουν ηπείρους, και ωκεανούς, και οροπέδια και
κοιλάδες και χρόνια οι άλλοι
Εγώ, δεν θα ξαναπερπατήσω
Θα φορέσω το μπουρνούζι μου
Σαν πανάκριβη γούνα
Θα πάρω τα κορδόνια μου και
Θα τα δέσω σφιχτό φιόγκο γύρω απ’ τον λαιμό μου
Όπως αρμόζει σε μια βασίλισσα.
Δες με.
Βικτώρια, 2021 |