Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Βικτώρια (à la manière de Sarah Kane)

Έντεκα το πρωί βγαίνουμε μαζί από τον φούρνο

Κι εγώ  προσπαθώ να κοιτάξω τις γυναίκες στα μάτια

Κάτω απ΄ τις μαύρες γάτες που ξαπλώνουν στα κεφάλια τους

Και φοβάμαι, φωνάζω

Τα δικά μου μάτια είναι ελεύθερα

Ως πότε;

Κοίτα τες

Τα πρωινά μας, όπερα της πεντάρας

ουρλιάζει ο ανάπηρος στην απέναντι πολυκατοικία

Τρώει μια τυρόπιτα, κάθεται στην είσοδο κι αρχίζει να ωρύεται

Κι εγώ σκέφτομαι

Πώς αν μ’ άφηνες

Θα ούρλιαζα κάθε μέρα

Για όλα αυτά και όλα εκείνα

Κοίτα τον

Τα παιδιά στο απέναντι μπαλκόνι

Παίζουν ανάμεσα σ’ απλωμένα ρούχα και χαλιά

Δεν κρυώνουν ποτέ, αν και γυμνά

Κοίταξέ τα

Κι εγώ τραβάω τις κουρτίνες να μην φαίνομαι

Αλλά οι κουρτίνες μου είναι καθρέφτες

Και παραμορφώνουν το είδωλό μου

Στο ισόγειο ζούνε δέκα ‘έγχρωμοι’ σ’ ένα δωμάτιο

Γιατί δεν τους λένε σκυλάραπες να τελειώνουν;

Αφού έτσι νιώθουν

Κοίτα τους

Κι εγώ μια λευκή με πράσινα μάτια

Περνιέμαι  γι’ ανώτερη

Αλλά πάντα κοιτάζω πάνω απ’ τον ώμο μου

όταν γυρίζω σπίτι αργά το βράδυ

Σ’ αυτή την γειτονιά είμαι απλά ένα ακόμη χρώμα

Κοίτα με

πόσο μίζερα βλέπω υπεροπτικά τους ξένους

Πώς κλείνω την μύτη μου όταν περνάω δίπλα τους

Πώς απαξιώνω το φαγητό τους

Το ντύσιμό τους

Τον χαιρετισμό τους

Πώς σχολιάζω για το μεταναστευτικό σε συζητήσεις κι επιστολές

Πώς ζητάω να παρθούν μέτρα, να γίνουν απελάσεις, να καούν οι βάσεις, να χωριστούν σε τάξεις, να ψηφιστούν διατάξεις, να βγούνε μπροστά οι παρατάξεις,  να, να, να…

Κοίτα με

Πώς νιώθω βασίλισσα

Πώς τους κατηγορώ ότι μου κλέβουν τα λεφτά, την δουλειά, το οξυγόνο

Πώς δηλώνω ότι είναι άρρωστοι

Πιο άρρωστοι από εμένα

Ενώ εγώ είμαι η άρρωστη. Είμαι βαθιά άρρωστη

Ένα μαύρο κοράκι έχει τρυπώσει και τρώει αργά τα σωθικά μου

Άκου

Πώς λέω ότι:  ‘Αυτό εδώ, είναι το σπίτι μου’

Είναι το δικό μου σπίτι

Δικό μου

Ενώ δικό μου, δεν είναι πια ούτε τ’ όνομά μου

Κοίτα με ρε

Πώς έχω καταντήσει

Και τα παιδιά απέναντι συνεχίζουν να κρέμονται μαζί με ρούχα από τεντωμένα σύρματα

Κι εγώ συνεχίζω να μετράω κουμπιά και να πληρώνω με δέρμα

Και να ανασαίνω μόνη, δίπλα σου

Και να περπατάω ώρες ατελείωτες στο κέντρο της Αθήνας

Και να θυμώνω και να βρίζω

Γιατί δεν μπορώ να χτυπήσω το κεφάλι μου σε τοίχους γεμάτους γκράφιτι και αίμα

Και μ’ αρέσει κρυφά το τζίντζερ που βρίσκω σ’ όλα τα πακιστανικά μαγαζάκια

Να το αγοράζω και να κάνω παζάρια

Γιατί μ’ αρέσει πολύ το τζίντζερ  ρε γαμώτο

Στο ρύζι, στο τσάι, στις σαλάτες, ωμό

Στα χείλη σου

Κοίτα με.

Φίλα με.

Σήμερα δεν χρειάζομαι τα αθλητικά μου

Δεν θα ξαναπερπατήσω

Κι ας διασχίζουν ηπείρους, και ωκεανούς, και οροπέδια και κοιλάδες και χρόνια οι άλλοι

Εγώ, δεν θα ξαναπερπατήσω

Θα φορέσω το μπουρνούζι μου

Σαν πανάκριβη γούνα

Θα πάρω τα κορδόνια μου και

Θα τα δέσω σφιχτό φιόγκο γύρω απ’ τον λαιμό μου

Όπως αρμόζει σε μια βασίλισσα.

Δες με.


Βικτώρια, 2021


 

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

My father


My father
my father used his painting brush like a magician his stick
my father used his painting brush to turn me into him.
My father
my father had the spirit of a youngster in an older body
my father couldn't dance, he barely walked in shoes so muddy
He was smart and educated, he wore glasses
he believed in the war of classes
he never gave a damn
he was making a fuss for a cent
he had photos of Trotscky and Stalin
he was always divided between sharing and hiding
he thought highly of me
he thought nothing of me
My father never believed me
my father never believed in me
He had a full life
he traveled to Africa and Paris
he had a car which could go into safaris
but he could barely dance and barely walk
I was ashamed of him for being old
he was mad at me for being cold
I decided to study art to impress him
but he died before I even graduated
My father
My father will never see me old
my father will never see me cold
my father will never see me getting married or have children
my father will never see me
but did he ever? 
his tobacco pipes were lying on his table
all his things are part of this fable
My father loved me
my father loved me I believe
but that feeling was well hidden
that's why I spent all of my life 
doing things forbidden.
The sweetest word he ever speaked to me
was 'my little eyes' which makes sense in greek
My father
my father was my father and this will never change
as I owe him everything I feel for men until this day.
My father, I wish I knew him more
but in a weird way
I'm now free to my very core.

a project for the course 'Healing with the Arts', University of Florida


my father

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Dirty Valentine


Ντυμμένη στα ροζ
μού δαγκώνεις τ' αυτί
ο έρωτας μωρό μου θα ποινικοποιηθεί
μόλις η πολιτική ορθότητα καβλώσει
και οι χυμοί της πνίξουν την Βουλή
εως τότε
άσε με να γλείφω επαναστατικά
τον δεξιό λοβό σου.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

7 ποιήματα για την Ahed Tamimi, αγωνίστρια του Παλαιστινιακού Κράτους





Ένα νεαρό κορίτσι

στέκεται ακούνητο 
στην μέση της πορείας
κρατάει ένα λευκό ρόδο 
κάτω από τον αφαλό της.
Όταν ο μπάτσος την χτυπάει
δυνατά στα χείλη
με το στιλπνό μαύρο γκλομπ του
ζεστό αίμα κυλάει
ανάμεσα στα πόδια της.


Κάθε μπούκλα από τα ξανθά μαλλιά της

κρύβει μια πέτρα από τον τόπο της
Κάθε τίναγμα του κεφαλιού της από πείσμα
σημαίνει την έναρξη του πόλεμου
με τους εχθρούς της.
Στο τέλος της ημέρας 
όλοι οι στρατιώτες είναι νεκροί
και τα σύνορα ασφαλή.


Κοίτα να συνηθίσεις

να μιλάς σε μια γλώσσα
που δεν καταλαβαίνεις
να μην τρως όταν πεινάς
κι όταν διψάς θα σου φέρνουμε ξύδι
με το σφουγγάρι στα χείλη.
Έτσι φερόμαστε εμείς στους μάρτυρες.
Μια μέρα θα μας ευχαριστείς.


Για δες μια οικογένεια τρελών

κυνηγάνε ένα άστρο 
μέσα στην κρύα νύχτα
 γυμνοί
φορώντας μόνο ένα ασπρόμαυρο φουλάρι.


Η Αχέντ από την Παλαιστίνη

μπήκε φυλακή
γιατί χαστούκισε
έναν Ισραηλινό στρατιώτη.
Αυτό αποτελεί είδηση.
Το ανάποδο είναι απλά
άλλη μια Δευτέρα στην κόλαση.


Τα κορίτσια της Δύσης πολεμούν τους κακούς

με τα πληκτρολόγιά τους, πίσω από γυαλισμένες οθόνες
στα φρεσκοβαμμένα δωμάτιά τους
στην ήρεμη χώρα τους.
Τα κορίτσια της Λωρίδας δεν πολεμούν
αντιστέκονται.
Για την Αμερική οι πρώτες είναι ηρωίδες.


Η Μαρία Μαγδαληνή έσκυψε να μυρώσει

τα πόδια του Ιησού
για να συγχωρεθεί
να διώξει τα επτά δαιμόνια από μέσα της.
Εσύ Αχέντ;
Με τόσους δαίμονες νεκρούς
γιατί δεν γονατίζεις;



Ρ. Π.




Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Sleeping rough

A bright sun had risen over the big city but it was still biting cold. Shannon was exhausted.
She started unwillingly getting dressed. She was already wearing two woolen sweaters, one on the top of the other, and a faux fur coat, which she had found in the trash a week earlier. She put on her dirty knit cap and then continued by brushing her teeth. She rinsed her mouth out with cheap alcohol, as she had run out of water.
Finally, Shannon was ready. Living on the streets for years, she knew that women alone could only sleep during the day, otherwise they would get attacked.
She laid down on the hard pavement and instantly fell into a troubled sleep.


@madbutt





flash fiction story / 121 words

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Η ΚΟΤΑ


Κάποτε ήμουν ερωτευμένη με μια κότα.
Ήταν όμορφη κότα, στρουμπουλή,
με πολύχρωμα υγιή φτερά
κι ένα ράμφος δυνατό, σαν σφυράκι.

Μου άρεσε να την χαζεύω με τις ώρες,

έτρεχε συνέχεια πέρα δώθε
με τα χαριτωμένα ποδαράκια της.
Έτρεχε γρήγορα αυτή η κότα
κάπως παράξενα κι αστεία, μα αποτελεσματικά.

Και κακάριζε. Δεν κουραζόμουν ποτέ

να την ακούω να κακαρίζει. Αλλά κι εκείνη
δεν βαριόταν ποτέ να κακαρίζει,
κακάριζε για πράγματα ενδιαφέροντα και μελαγχολικά.
Θαύμαζα τόσο τα κακαρίσματά της, που ήθελα
να τα ηχογραφήσω. Να μάθει όλος ο κόσμος, πόσο
ωραία κακάριζε η κότα μου.

Και πώς έλιωνα όταν με κοιτούσε με το ένα μάτι της!


Το μόνο πρόβλημα ήταν, πως δεν ήξερα ότι επρόκειτο για κότα.

Έπασχα τότε, θυμάμαι, από μια σπάνια αρρώστια
επιλεκτικής οράσεως, μπορούσα να αναγνωρίσω όλα τα ζώα,
εκτός από τις κότες. Ίσως εκείνη να ήταν μια αρρώστια, που κουβαλούσα
στο DNA μου, ίσως πάλι να την κόλλησα σαν γρίπη,
απ΄τον κύκλο των γραφιάδων.

Μια μέρα λοιπόν, δεν άντεξα.

Είπα στον εαυτό μου: 'Την κότα αυτή, εγώ την θέλω'.
Παραφύλαξα σε μια γωνιά στο κοτέτσι, και μόλις την
πέτυχα σε στιγμή χαλάρωσης, την άρπαξα με τα δυο χέρια μου
και την έβαλα στην αγκαλιά μου.

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ένα μεγάλο κάτασπρο αυγό

εμφανίστηκε στην χούφτα μου.

Ας είναι, σκέφτηκα, γύρισα σπίτι κι έφτιαξα ομελέτα.

Την αντιβίωση άλλωστε, όπως και την ερωτική απογοήτευση,
λένε ότι είναι καλύτερο να την παίρνει κανείς
με γεμάτο το στομάχι.

Την κότα της ιστορίας μας, έχω να την δω από τότε.

Φίλοι μου μετέφεραν, ότι εθεάθη να πίνει κρασιά και να αγορεύει
σε φιλολογικά βραδινά της Αθήνας.

Κι ούτε λόγος για τ΄αυγό.


Floria Gonzalez photography

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

[Βιογραφικό]

Όλο το βράδυ, 

σε περίμενα.

Να είσαι τέλειος 

στα χαρτιά
και να μην κάνεις
για τη θέση.

αυτή είναι η ζωή

Η Όλγα θεώρησε ότι η ζωή είναι μια σκληρή πάλη (δυο φορές προσπάθησαν να τη σκοτώσουν. Δεν τη σκότωσαν. Τώρα πια τίποτε δεν τη φόβιζε), ένα μίσος ολόψυχο, ένα κομμάτι ψωμί για την σήμερον, και μια άγρια σφοδρή επιθυμία για μια αγάπη, αυτή είναι η ζωή...

Η οχιά, Αλεξέι Τολστόι




Stephen Shames phototgraphy

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

κουβέρτα

...Το μόνο που ήθελα να πω, είναι πως εγώ το μπάρμπα-Σπένσερ τον σκεφτόμουνα πάρα πολύ, κι άμα τον σκεφτόσουνα πάρα μα πάρα πολύ, άρχιζες μέχρι και να λες πως τι σκατά την ήθελε τέτοια ζωή. Λέω, ας πούμε, που ήτανε μια καμπούρα ολόκληρος, και το κορμί του είχε μια πάρα πολύ τρομερή στάση, και στην τάξη, άμα έβγαινε στον πίνακα και του 'πεφτε η κιμωλία, όλο και κάποιο παιδί από την μπροστινή σειρά έπρεπε να σηκώνεται και να του τη μαζεύει και να του τη δίνει. Που αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι μια φρίκη. Όμως, αν τον σκεφτόσουνα όσο πρέπει, κι όχι πάρα μα πάρα πολύ, στο τέλος το 'παιρνες απόφαση: δεν τα κατάφερνε και τόσο άσκημα για τέτοιος που ήτανε. Για να καταλάβετε, μια Κυριακή που είχαμε πάει από το σπίτι του με κάτι άλλα παιδιά και ήπιαμε και σοκολάτες, μας έδειξε εκειπέρα μια ναβάχικη παλιοκουβέρτα, εντελώς ξεπατωμένη, που την είχανε πετύχει μαζί με την κυρία Σπένσερ στο Γιέλουστοουν, στον εθνικό δρυμό, και ψήσανε τον Ινδιάνο να τους την πουλήσει. Το 'βλεπες με τη μία, ο μπαρμπα-Σπένσερ την είχε καταβρεί που την αγόρασε. Και δηλαδή, αυτό ήθελα να πω. Είναι, ας πούμε, κάτι πάνγεροι σαν τον μπαρμπα-Σπένσερ, και την καταβρίσκουνε που αγοράσανε μια κουβέρτα.


Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης, J.D. Salinger
μτφ. Τζένη Μαστοράκη





Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

''Μου πρωτοχάρισες υάκινθους πριν ένα χρόνο
Με φώναζαν το κορίτσι των υακίνθων.''
Ωστόσο αργά, όταν γυρίσαμε από τον κήπο του Υάκινθου,
Οι αγκαλιές σου γεμάτες, και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, και δεν έβλεπα καθαρά, δεν ήμουν
Μήτε ζωντανός μήτε νεκρός, και δεν ήξερα τίποτε,
Κοιτάζοντας μέσα στην καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Oed' und leer das Meer.


Η Ρημαγμένη γη, T.S. Eliot



artwork by Jarec Pruczel


Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Οδηγίες για το πώς να τραγουδήσετε

Αρχίστε σπάζοντας τους καθρέφτες του σπιτιού σας, αφήστε τα χέρια σας να πέσουν ελεύθερα, κοιτάξτε τον τοίχο, ξεχαστείτε. Τραγουδήστε μια μόνο νότα κι ακούστε την από μέσα σας. Αν ακούσετε (αυτό βέβαια θα συμβεί πολύ αργότερα) κάτι σαν ένα τοπίο βυθισμένο στον φόβο με φωτιές ανάμεσα στις πέτρες, με μισόγυμνες σιλουέτες καθισμένες ανακούρκουδα, νομίζω ότι είστε σε καλό δρόμο. Το ίδιο συμβαίνει αν ακούσετε ένα ποτάμι όπου κατεβαίνουν κίτρινες και μαύρες βάρκες, αν ακούσετε μια γεύση ψωμιού, ένα άγγιγμα δαχτύλων, μια σκια αλόγου.
Μετά αγοράστε σολφεζ κι ένα φράκο, και σας παρακαλώ να μην τραγουδάτε με την μύτη και ν' αφήσετε ήσυχο τον Σούμαν.

Από τις 'Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα', Χούλιο Κορτάσαρ

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΙΟΥΛΙΟΣ 1999


-Ε Μάρκο Πόλο

μου φώναξε τότε ο <<Χριστός>>

άδεια η Φωκίωνος Νέγρη
μονάχα εμείς οι δύο
είχαμε μείνει
και τα σκυλιά.

Μίλτος Σαχτούρης



η Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

μια νύχτα στον κόσμο

'Guys. You can't live without them, you can't shoot them.'

Night on earth, directed by Jim Jarmusch




Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Σ' έναν σταθμό του μετρό


Η οπτασία εκείνων των προσώπων μες στο πλήθος
Ανθόφυλλα σε υγρό, μαύρο κλωνάρι.

Έζρα Πάουντ